Πώς η περιέργεια ενός φωτογράφου οδήγησε στη δημιουργία ενός αρχείου όπου καταγράφεται μια μυθοποιημένη μουσική (υπο)κουλτούρα
Τη δεκαετία του 1980, ενώ σπούδαζε graphic design στο Λονδίνο, ο Adrian Sensicle γνώρισε κάποιον με το ψευδώνυμο “Rockin’ Dave”, που τον μύησε στην ροκαμπίλυ σκηνή της πόλης. Ο Adrian τράβηξε πάρα πολλά μέτρα φιλμ· σήμερα, μετά από 30 χρόνια, επιστρέφει και επανεξετάζει το υλικό αυτό. Η Emily von Hoffmann (για λογαριασμό του Polarr) μίλησε μαζί του για την δουλειά του, η οποία αποτελεί πλέον ένα ντοκουμέντο της εποχής. Μετάφραση για το dim/art: Διονύσης Νοταράκης.
Emily von Hoffmann (EVH): Κάποιος ‘Rockin Dave’ υπήρξε η έμπνευσή σου γι’ αυτό το εγχείρημα. Τι τύπος ήταν και πώς βρέθηκε στην ζωή σου;
Adrian Sensicle (AS): Τον Dave τον γνώρισε η αδερφή όταν ακόμα εγώ ήμουν στο κολέγιο. Ερχόταν συχνά στο σπίτι μας, τον γνώρισαν αρκετά καλά και οι γονείς μας. Πήγαμε όλοι μαζί στον γάμο του μερικά χρόνια αργότερα. Ζούσαμε στο Νότιο Λονδίνο τότε και, όποτε ερχόμουν σπίτι στις διακοπές, πηγαίναμε μαζί στα κλαμπ. Έτσι ήρθα σε επαφή με τη ροκαμπίλυ σκηνή.
AS: Τον αποκαλούσαμε πάντα Rockin’ Dave από πάντα, δεν είμαι σίγουρος γιατί χρειαζόταν αυτόν τον τίτλο· δεν ξέραμε άλλους Dave. Τέλος πάντων, εντός της οικογένειάς μου το όνομα αυτό είχε καθιερωθεί. Ήταν ένας πολύ ευθύς και προσγειωμένος τύπος. Αργότερα κατατάχτηκε στον στρατό. Σήμερα είναι πυροσβέστης. Δεν έχει πια κοκοράκι, αλλά διατηρεί την ειλικρινή του προσωπικότητα.
EVH: Μπορείς να μας πεις πως γνωρίστηκες με τα περισσότερα από τα άτομα που βλέπουμε στις φωτογραφίες; Ήσουν κυρίως παρατηρητής ή συμμέτοχος;
AS: Ποτέ δεν θεώρησα τον εαυτό μου εξωτερικό παρατηρητή, αλλά η αλήθεια είναι πως δεν ζούσα τη ζωή με τον τρόπο που τη ζούσαν άνθρωποι σαν τον Dave. Για την πλειονότητα των ανθρώπων που συμμετείχαν στη ροκαμπίλυ σκηνή, όλο αυτό δεν ήταν μια απλή στιλιστική επιλογή αλλά ένας τρόπος ζωής. Πολλοί μάλιστα έβγαζαν και το προς το ζην από την σκηνή. Ήμουν τακτικός επισκέπτης των σχετικών clubs του κεντρικού Λονδίνου εκείνον τον καιρό.
AS: Τα αυθεντικά ρούχα της δεκαετίας του 1950 ήταν εύκολο να βρεθούν και σε σχετικά προσιτές τιμές. Θυμηθείτε πως η δεκαετία του 1950 απείχε μόλις 30 χρόνια, ενώ παράλληλα δεν είχε αναπτυχθεί αυτή η βιομηχανία της νοσταλγίας που υπάρχει σήμερα, έτσι πολλά αντικείμενα απλά πετιούνταν. Δεν πήγαινα στα κλαμπ για να βγάλω φωτογραφίες, πήγαινα επειδή μου άρεσε η μουσική, το στυλ και ο χορός. Έτσι, όταν έβγαζα την μηχανή μου, δεν το έκανα ως επισκέπτης αλλά ως ένα αποδεκτό μέλος της σκηνής.
AS: Τα αυθεντικά ρούχα της δεκαετίας του 1950 ήταν εύκολο να βρεθούν και σε σχετικά προσιτές τιμές. Θυμηθείτε πως η δεκαετία του 1950 απείχε μόλις 30 χρόνια, ενώ παράλληλα δεν είχε αναπτυχθεί αυτή η βιομηχανία της νοσταλγίας που υπάρχει σήμερα, έτσι πολλά αντικείμενα απλά πετιούνταν. Δεν πήγαινα στα κλαμπ για να βγάλω φωτογραφίες, πήγαινα επειδή μου άρεσε η μουσική, το στυλ και ο χορός. Έτσι, όταν έβγαζα την μηχανή μου, δεν το έκανα ως επισκέπτης αλλά ως ένα αποδεκτό μέλος της σκηνής.
EVH: Μπορείς να περιγράψεις μερικά από τα αγαπημένα σου στέκια του Λονδίνου της εποχής;
AS: Οι χώροι δεν ήταν και τίποτα φοβερό. Οι περισσότερες βραδιές γινόταν σε pub ή club που είχαν και άλλες χρήσεις το υπόλοιπο διάστημα. Το μέρος που πήγαινα συχνότερα ήταν το The Phoenix στην Cavendish Square στο κέντρο του Λονδίνου. Ο Tom Ingram ήταν συνήθως ο DJ εκεί. Έπαιζε μουσική από βινύλια φυσικά, που ήταν δύσκολο να βρεθούν τις ημέρες πριν το eBay, το Spotify και το You Tube. Ο κόσμος πολλές φορές απλά άκουγε την μουσική.
AS: Η μουσική που έπαιζαν εκεί ήταν ήδη σαράντα ετών τότε, αλλά ακουγόταν καινούρια σε εμάς. Είχε μια ωμή ενέργεια σε μια εποχή που είχε ήδη αρχίσει η βιομηχανική παραγωγή της ποπ. Ήταν οι απαρχές του MTV.
Μου άρεσε επίσης το Camden Workers Social Club. Έχω την αίσθηση πως ήταν ένα Βικτωριανό κτίριο το οποίο αισθανόσουν πως είχε μείνει ανέγγιχτο από την δεκαετία του 1950. Ένα συνηθισμένο social club με βελάκια και τραπέζι μπιλιάρδου, που γινόταν κάτι πολύ ιδιαίτερο όταν οι ροκαμπίλυ το επισκέπτονταν.
EVH: To βιβλίο περιλαμβάνει ατάκες από τους ανθρώπους που παρουσιάζονται στις σελίδες του. Ήταν δύσκολο να εντοπίσεις αυτόν τον κόσμο;
AS: Στην πραγματικότητα ήρθαν εκείνοι σε εμένα, στη σελίδα μου στο facebook για να είμαι πιο ακριβής. Πριν από δύο χρόνια μετακόμισα και χρειάστηκε να ταξινομήσω κάποια κουτιά με αρνητικά. Διαπίστωσα πως πολλοί λίγοι από τους ανθρώπους στις φωτογραφίες τις είχαν δει και έτσι ξεκίνησα την σελίδα μου “Rockin’ London in the 1980s” με σκοπό να τις μοιραστώ.
AS: Ο μόνος άνθρωπος από τη ροκαμπίλυ σκηνή με τον οποίον κρατούσα ακόμα επαφή ήταν ο Ντέιβ, εκείνος όμως είχε διασυνδέσεις με πολλά άτομα. Έτσι, όταν έστησα την σελίδα, του ζήτησα να το διαδώσει. Από εκεί και πέρα, κυκλοφόρησε πολύ.
Όσο ανέβαζα φωτογραφίες, οι χρήστες έκαναν ταγκ άλλους χρήστες και άνοιξε η συζήτηση για τη ροκαμπίλυ σκηνή. Ανταλλάξαμε πληροφορίες για το τι έχει κάνει ο καθένας μας κατά τις τρεις δεκαετίες που είχαν μεσολαβήσει και μάθαμε για κάποιους που είχαν πεθάνει. Μιλήσαμε με πολλή αγάπη γι’ αυτούς στα σχόλια. Η ιδέα για να στήσουμε το βιβλίο ήρθε από όλα αυτά τα σχόλια και τις συζητήσεις. Αποφάσισα να δημιουργήσω ένα αξιόπιστο αρχείο για την εποχή εκείνη, που η σκηνή του Λονδίνου ήταν ιδιαίτερα ζωντανή.
EVH: Αυτό ήταν το πρώτο σου μεγάλο φωτογραφικό πρότζεκτ; Το περίμενες πως οι φωτογραφίες αυτές θα αποκτούσαν τόση σημασία;
AS: Αυτές οι ροκ φωτογραφίες αποτέλεσαν την πρώτη μου ολοκληρωμένη σειρά φωτογραφιών, αλλά δεν το σκεφτόμουν έτσι τότε. Τραβούσα διαρκώς, χωρίς να σκέφτομαι ότι καταγράφω κάτι.
Το 1980 άρχισα να σπουδάζω graphic design και αγόρασα μια φωτογραφική μηχανή για τα μαθήματά μου. Η κάμερα ήταν μια μεταχειρισμένη Pentax ME Super — ήθελα κάτι εύχρηστο (η ME Super είναι ελαφρώς μικρότερη από άλλες παρόμοιες SLR μηχανές), αξιόπιστο και ανθεκτικό. Μου είχε πέσει πολλές φορές σε τσιμεντένια πατώματα χωρίς δραματικές συνέπειες, συνεπώς μπορώ να εγγυηθώ για την κατασκευή της.
AS: Την αγόρασα με έναν φακό Ricoh 50mm, f/1.7. Είχε φοβερή οξύτητα, ήταν πολύ φωτεινός και ιδανικός για φωτογραφίες με μικρό βάθος πεδίου σε συναυλίες, στα κλαμπς και στον δρόμο.
Αυτά, βέβαια, πριν από την ψηφιακή φωτογραφία. Χρησιμοποιούσα έγχρωμα σλάιντς στα στούντιο του κολλεγίου. Το ασπρόμαυρο ήταν ή μόνη επιλογή μου, καθότι μπορούσα να το επεξεργαστώ ο ίδιος. Σύντομα όμως άρχισα να αγαπώ την αίσθηση της ασπρόμαυρης εικόνας. Συχνά υπό συνθήκες χαμηλού φωτισμού χρειαζόμουν σύντομη έκθεση για να πιάσω την κίνηση και έτσι άρχισα να χρησιμοποιώ το Ilford HP5 400ASA, ένα γρήγορο μεσαίου κοντράστ ασπρόμαυρο φιλμ, και για να αυξήσω την ταχύτητα ακόμα περισσότερο το πουσάριζα, ρυθμίζοντας την κάμερα στα 1600ASA.
AS: Προτιμούσα ανέκαθεν να φωτογραφίζω με τον διαθέσιμο φωτισμό. Στις συναυλίες ήταν εύκολο αυτό, αλλά σε πολλά κλαμπ τα φώτα ήταν αρκετά χαμηλά και έτσι πρόσθεσα ένα φλας στον εξοπλισμό μου. Προσπαθούσα να συνθέτω το κάδρο κατά τη στιγμή της λήψης, κι έτσι οι φωτογραφίες αναπαράγονται ως επί το πλείστον ακροπάριστες, κι έτσι θα συμπεριληφθούν και στο βιβλίο.
EVH: Από όλες αυτές τις φωτογραφίες ξεχωρίζεις κάποιες; Αν ναι, μπορείς να θυμηθείς τις συνθήκες στις οποίες τις τράβηξες;
AS: Τείνουμε να ξεχνάμε τη σημαντικότερη διαφορά ανάμεσα στην χρήση φιλμ και ψηφιακής μηχανής: με το φιλμ δεν ήσουν ποτέ σίγουρος για το τι είχες τραβήξει, παρά μόνο όταν ήταν πια πολύ αργά για να το αλλάξεις. Μερικές φορές περνούσαν εβδομάδες από τη στιγμή που τράβηξα τις φωτογραφίες μέχρι τη στιγμή που τις έβλεπα στα contact. Πολλές από αυτές ήταν έκπληξη για μένα. Έχω μια στοίβα φωτογραφίες που αγάπησα από την εποχή, μερικές εξαιτίας των ανθρώπων που απεικονίζονται, μερικές επειδή αποτυπώνουν τη στιγμή και μερικές επειδή πιστεύω πως είναι φωτογραφίες για τις οποίες μπορώ να είναι περήφανος.
AS: Για να διαλέξω τρεις: ως εικόνα η μακράν αγαπημένη μου είναι αυτή του Dave Bourne που παίζει τύμπανα για τους Red Hot ‘n’ Blue, την καλύτερη μπάντα της σκηνής τότε. Πρέπει να έσκυψα (για να την τραβήξω) όσο εκείνος καθόταν, πάντως η νοητή γραμμή της ματιάς του είναι πάνω από την δική μου. Τον έπιασα τη στιγμή που κοίταζε με προσήλωση πάνω από τα ντραμς του, η μπάντα δεν είναι στην σκηνή. Το πλήθος είναι τριγύρω του και οι θεατές στο βάθος μοιάζουν εξίσου απορροφημένοι όσο και ο ντράμερ.
Ο «Ρόκιν Ντέιβ» παρουσιάζεται σε πολλές από τις φωτογραφίες μου επειδή απλά ήταν φίλος μου, αλλά η εικόνα εκείνου και δυο άλλων που ακουμπούν πάνω στην Lincoln πρέπει να μπει στις τρεις αγαπημένες μου. Οι περισσότερες από τις φωτογραφίες είναι ρεπορταζίστικες και καμία δεν είχε περισσότερο στήσιμο από κάτι του τύπου «γρήγορα, πηγαίνετε εκεί και σταθείτε πλάι στο αυτοκίνητο».
AS: Το αυτοκίνητο και τα παιδιά φτιάχνουν ένα δυναμικό σχήμα. Η γωνία λήψης είναι πάλι χαμηλή. Τα πάντα στο φόντο είναι καθαρά ’80s, σαν σκηνικό.
Καθώς επιστρέφω στις φωτογραφίες και τις ξαναβλέπω, είναι προφανές ότι μερικές κοπέλες κέντρισαν το ενδιαφέρον μου. Ίσως η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ήταν ένα πολύ όμορφο κορίτσι που λεγόταν Αnj, με φουντωτό ξανθό μαλλί. Στην φωτογραφία αυτή απεικονίζεται η Anj αλλά το ενδιαφέρον του θεατή εστιάζεται σε ένα από τα κορίτσια πίσω της, που κοιτάζει την κάμερα. Όλοι οι υπόλοιποι είναι απορροφημένοι από τον χορό.
AS: Χορεύουν το stroll, έναν λίγο ως πολύ «γραμμικό» χορό, που τα περισσότερα αγόρια γνωρίζουν αλλά γενικά χαρακτηριζόταν ως «γυναικείος». Τα αγόρια τσούγγριζαν τους γοφούς τους με τα κορίτσια, χόρευαν σε ζευγάρια μαζί τους και στο τέλος μπορεί να δινόταν και ένα φιλάκι.
Είναι τιμή μου που βρέθηκα εκεί τότε και είμαι πολύ τυχερός που είχα τον εξοπλισμό για να αποτυπώσω τη σκηνή σε φιλμ. Ο Dave δουλεύει με πολλούς από τους ανθρώπους που στη ροκαμπίλυ σκηνή του Λονδίνου στα ’80s, για να συγκεντρώσει αναμνήσεις από την εποχή. Έτσι, το βιβλίο θα περιέχει τόσο τα πρόσωπα όσο και τις αναμνήσεις τους.
Πηγή: Vantage
Φωτογραφίες: Adrian Sensicle
* * *